κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:A104:AE00:318D:F9CA:385C:F63F (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Kostas20142
Ετικέτες: Επαναφορά SWViewer [1.3]
κλίσ ετυ συγγ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'άγγελος'}}
{{el-κλίση-'όροφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[κίνδυνος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|0=-|κίνδυνος}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
* οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης [[απώλεια]]ς ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
# {{πολιτ}}, {{οικον}}, {{κοινωνιολογία}}: κάθε ατέλεια πρόβλεψης, ή άγνοια παραμέτρων, εναλλακτικών γεγονότων, (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, κ.λπ.)


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[κινδυνεύω]]

===={{σύνθετα}}====
* [[ακίνδυνος]]
* [[ακίνδυνος]]
* [[διακινδύνευση]]
* [[διακινδυνεύω]]
* [[επικίνδυνος]]
* [[επικίνδυνος]]
* [[επικινδυνότητα]]
* [[κινδυνεύω]]
* [[κινδυνολογία]]
* [[κινδυνολογώ]]
* [[παρακινδυνεύω]]
* [[ριψοκινδυνεύω]]
* [[ριψοκίνδυνος]]
* [[ριψοκίνδυνος]]



Αναθεώρηση της 18:17, 7 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  • οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κίνδυνος < ίσως από το κύων

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  1. κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση

Συγγενικά