δουλίτσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
#{{υποκοριστικό του|δουλειά}}
#{{υποκοριστικό του|μία φίλη μου λέει τα δικά της}}
# [[δουλειά]], κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
# [[δουλειά]], κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
#: ''έχω να κάνω κάτι '''δουλίτσες''' αύριο στο κέντρο''
#: ''έχω να κάνω κάτι '''δουλίτσες''' αύριο στο κέντρο''

Αναθεώρηση της 08:54, 10 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουλίτσα οι δουλίτσες
      γενική της δουλίτσας
    αιτιατική τη δουλίτσα τις δουλίτσες
     κλητική δουλίτσα δουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δουλίτσα < δουλειά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

δουλίτσα θηλυκό

  1. υποκοριστικό του μία φίλη μου λέει τα δικά της
  2. δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
    έχω να κάνω κάτι δουλίτσες αύριο στο κέντρο
  3. (οικείο) δουλειά, εργασία
    κοίτα να βρεις καμιά δουλίτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;

Μεταφράσεις