δουλίτσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Την ορθότητα της λέξεως Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
#{{υποκοριστικό του|μία φίλη μου λέει τα δικά της}} |
#{{υποκοριστικό του|μία φίλη μου λέει τα δικά της}} |
||
# [[δουλειά]], κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω |
# [[δουλειά]], κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω |
||
#: |
#:''έχω να κάνω κάτι '''δουλείτσες''' αύριο στο κέντρο'' |
||
# {{οικ}} [[δουλειά]], [[εργασία]] |
# {{οικ}} [[δουλειά]], [[εργασία]] |
||
#: |
#:''κοίτα να βρεις καμιά '''δουλείτσα''', ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 08:58, 10 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουλίτσα | οι | δουλίτσες |
γενική | της | δουλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | δουλίτσα | τις | δουλίτσες |
κλητική | δουλίτσα | δουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- δουλίτσα < δουλειά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
δουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του μία φίλη μου λέει τα δικά της
- δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
- έχω να κάνω κάτι δουλείτσες αύριο στο κέντρο
- (οικείο) δουλειά, εργασία
- κοίτα να βρεις καμιά δουλείτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;