ποντίκι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
πληροφ αναφορές |
→{{ουσιαστικό|el}}: διευκρινιση |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
#* {{ειδικ}} ο [[δικέφαλος]] βραχιόνιος μυς όταν σφίγγεται |
#* {{ειδικ}} ο [[δικέφαλος]] βραχιόνιος μυς όταν σφίγγεται |
||
#*:''για κάνε να δω αν έχεις καθόλου ποντίκι'' |
#*:''για κάνε να δω αν έχεις καθόλου ποντίκι'' |
||
# {{πληροφ}} μικρή συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης <ref>[http://pacific.jour.auth.gr/hardware/mouse.htm Ποντίκι]. Προσπέλαση 2020-05-13.</ref> |
# {{πληροφ}} μικρή συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης <ref>[http://pacific.jour.auth.gr/hardware/mouse.htm Ποντίκι (υπολογιστή)]. Προσπέλαση 2020-05-13.</ref> |
||
#: ''Μαζί με το πληκτρολόγιο, αγόρασε και ένα καινούριο εργονομικό '''ποντίκι'''.'' |
#: ''Μαζί με το πληκτρολόγιο, αγόρασε και ένα καινούριο εργονομικό '''ποντίκι'''.'' |
||
# τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού μοσχαριού |
# τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού μοσχαριού |
Αναθεώρηση της 21:02, 13 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποντίκι | τα | ποντίκια |
γενική | του | ποντικιού | των | ποντικιών |
αιτιατική | το | ποντίκι | τα | ποντίκια |
κλητική | ποντίκι | ποντίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ποντίκι < μεσαιωνική ελληνική ποντίκιον < υποκοριστικό του ποντικός < ποντικός μῦς (ποντίκι από τον Πόντο, την Μαύρη Θάλασσα)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ποντίκι ουδέτερο
- Πρότυπο:ζωολ μικρό τρωκτικό ζώο που ζει στις πόλεις, στους αγρούς και στα σπίτια
- μυς του σώματος που μεταβάλλει αρκετά το σχήμα της εξωτερικής επιφάνειας όταν χρησιμοποιείται
- Συνεχώς φουσκώνει και επιδεικνύει τα γυμνασμένα του ποντίκια.
- Ταυτόσημο μυς
- (ειδικότερα) ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς όταν σφίγγεται
- για κάνε να δω αν έχεις καθόλου ποντίκι
- Πρότυπο:πληροφ μικρή συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης [1]
- Μαζί με το πληκτρολόγιο, αγόρασε και ένα καινούριο εργονομικό ποντίκι.
- τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού μοσχαριού
- Είπε στο χασάπη να του κόψει κι ένα κιλό ποντίκι.
- (μεταφορικά) ο νέος στρατιώτης
Εκφράσεις
- τρώγονται σαν τη γάτα με το ποντίκι : τσακώνονται διαρκώς
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- το ζώο στη Βικιπαίδεια
- η συσκευή στη Βικιπαίδεια
- μυς
Μεταφράσεις
είδος τρωκτικού
|
Αναφορές
- ↑ Ποντίκι (υπολογιστή). Προσπέλαση 2020-05-13.