εγκατάλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ {{el-κλίση-'δύναμη'}}
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'λύση'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
:'''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}

==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ɛŋ.ɡa.ˈta.li.psi|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|ɛŋ.ɡaˈta.li.psi|γλ=el}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}

Αναθεώρηση της 21:39, 18 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατάλειψη οι εγκαταλείψεις
      γενική της εγκατάλειψης* των εγκαταλείψεων
    αιτιατική την εγκατάλειψη τις εγκαταλείψεις
     κλητική εγκατάλειψη εγκαταλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκατάλειψη < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

εγκατάλειψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
    η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
    καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
    αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης

Μεταφράσεις