εἰσάγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:2149:8631:2900:20A9:1FB3:E0CA:91C7 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
# [[συστήνω]] κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
# [[συστήνω]] κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
# [[εισάγω]] (εμπορεύματα)
# [[εισάγω]] (εμπορεύματα)
# [[εισάγω]] (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες))
# [[εισάγω]] (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
# {{νομ|grc}} φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, [[διώκω]]
# {{νομ|grc}} φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, [[διώκω]]



Αναθεώρηση της 12:38, 13 Ιουνίου 2020

Δείτε επίσης: εισάγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἰσάγω < εἰς + ἄγω

Ρήμα

εἰσάγω

  1. οδηγώ κάποιον στο εσωτερικό (πχ ενός σπιτιού)
  2. συστήνω κάποιον σε κάποιους, φέρνω κάποιον σε μια ένωση προσώπων, φρατρία ή συνωμοσία
  3. εισάγω (εμπορεύματα)
  4. εισάγω (φέρνω σε έναν τόπο νέες συνήθειες)
  5. Πρότυπο:νομ φέρνω μια υπόθεση στη δικαιοσύνη, διώκω