πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλίση +κατ ουδέτερα
Γραμμή 54: Γραμμή 54:
* [[πυροκλόπος]]
* [[πυροκλόπος]]
* [[πυρίμαχος]]
* [[πυρίμαχος]]
* [[πυρρρίχιος]]
* [[πυρρίχιος]]
* [[πυροβολείο]]
* [[πυροβολείο]]
* [[πυροβόλο]]
* [[πυροβόλο]]

Αναθεώρηση της 08:29, 15 Ιουνίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-nouns-master

Ετυμολογία

πυρ < αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πυρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) φωτιά
  2. (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
  3. βολή πυροβόλου όπλου
    ※  Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  4. (πληθυντικός) τα πυρά: ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
  5. (πληθυντικός) τα πυρά: (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
    Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης

Παράγωγα

Σύνθετα

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

Επιφώνημα

πυρ

  1. (στρατιωτικό παράγγελμα) πυρ !: διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις