μετεωρίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
||
αιωρίζομαι |
|||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|γλ=el|mɛ.tɛ.ɔˈɾi.zɔ}} |
|||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* {{λόγιο}} προκαλώ [[αιώρηση]] σε κάποιο αντικείμενο |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-'νομίζω'}} |
{{el-κλίσ-'νομίζω'}} |
||
⚫ | |||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
* {{βλ|μετέωρο}} |
|||
⚫ | |||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 10:43, 22 Ιουνίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετεωρίζω < αρχαία ελληνική μετεωρίζω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
μετεωρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεωρίζω | μετεώριζα | θα μετεωρίζω | να μετεωρίζω | μετεωρίζοντας | |
β' ενικ. | μετεωρίζεις | μετεώριζες | θα μετεωρίζεις | να μετεωρίζεις | μετεώριζε | |
γ' ενικ. | μετεωρίζει | μετεώριζε | θα μετεωρίζει | να μετεωρίζει | ||
α' πληθ. | μετεωρίζουμε | μετεωρίζαμε | θα μετεωρίζουμε | να μετεωρίζουμε | ||
β' πληθ. | μετεωρίζετε | μετεωρίζατε | θα μετεωρίζετε | να μετεωρίζετε | μετεωρίζετε | |
γ' πληθ. | μετεωρίζουν(ε) | μετεώριζαν μετεωρίζαν(ε) |
θα μετεωρίζουν(ε) | να μετεωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεώρισα | θα μετεωρίσω | να μετεωρίσω | μετεωρίσει | ||
β' ενικ. | μετεώρισες | θα μετεωρίσεις | να μετεωρίσεις | μετεώρισε | ||
γ' ενικ. | μετεώρισε | θα μετεωρίσει | να μετεωρίσει | |||
α' πληθ. | μετεωρίσαμε | θα μετεωρίσουμε | να μετεωρίσουμε | |||
β' πληθ. | μετεωρίσατε | θα μετεωρίσετε | να μετεωρίσετε | μετεωρίστε | ||
γ' πληθ. | μετεώρισαν μετεωρίσαν(ε) |
θα μετεωρίσουν(ε) | να μετεωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεωρίσει | είχα μετεωρίσει | θα έχω μετεωρίσει | να έχω μετεωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεωρίσει | είχες μετεωρίσει | θα έχεις μετεωρίσει | να έχεις μετεωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεωρίσει | είχε μετεωρίσει | θα έχει μετεωρίσει | να έχει μετεωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεωρίσει | είχαμε μετεωρίσει | θα έχουμε μετεωρίσει | να έχουμε μετεωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεωρίσει | είχατε μετεωρίσει | θα έχετε μετεωρίσει | να έχετε μετεωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεωρίσει | είχαν μετεωρίσει | θα έχουν μετεωρίσει | να έχουν μετεωρίσει |
|
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μετέωρο
Μεταφράσεις
μετεωρίζω
|