ανεβάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
κατηγ:πληροφ
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* [[μετακινώ]] σε μεγαλύτερο [[ύψος]], μεταφέρω ψηλότερα
# [[μετακινώ]] σε μεγαλύτερο [[ύψος]], μεταφέρω ψηλότερα
::*[[αντικείμενο]] και [[αφηρημένο]] ουσιαστικό που δεν αποτελεί αίσθημα-συναίσθημα (το βάζω [[ψηλά]], το [[αυξάνω]], το μεταφέρω σε [[ανώτερη]] θέση ή σε μεγαλύτερη [[τιμή]] -[[δραχμή|δραχμών]], [[μοίρα|μοιρών]] γεωγραφικού πλάτους, [[βαθμού]] μαθήματος, [[πίεση]]ς αρτηριακής, θερμομέτρου, [[συλλαβή]]ς)
#*[[αντικείμενο]] και [[αφηρημένο]] ουσιαστικό που δεν αποτελεί αίσθημα-συναίσθημα (το βάζω [[ψηλά]], το [[αυξάνω]], το μεταφέρω σε [[ανώτερη]] θέση ή σε μεγαλύτερη [[τιμή]] -[[δραχμή|δραχμών]], [[μοίρα|μοιρών]] γεωγραφικού πλάτους, [[βαθμού]] μαθήματος, [[πίεση]]ς αρτηριακής, θερμομέτρου, [[συλλαβή]]ς)
::*[[άνθρωπο]] (τον [[προάγω]] επαγγελματικά, τον [[εξυψώνω]] ως προσωπικότητα, του βελτιώνω τη [[διάθεση]])
#*[[άνθρωπο]] (τον [[προάγω]] επαγγελματικά, τον [[εξυψώνω]] ως προσωπικότητα, του βελτιώνω τη [[διάθεση]])
::*[[συναίσθημα]] (το [[τονώνω]], το [[εξυψώνω]], το [[βελτιώνω]], το [[ενισχύω]])
#*[[συναίσθημα]] (το [[τονώνω]], το [[εξυψώνω]], το [[βελτιώνω]], το [[ενισχύω]])
* [[δημοσιοποιώ]] ή μοιράζομαι με πολύ κόσμο (ανεβάζω μια [[παράσταση]] που είχα σχεδιάσει, ανεβάζω ένα κείμενο ή μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο [[διαδίκτυο]])
# [[δημοσιοποιώ]] ή μοιράζομαι με πολύ κόσμο (ανεβάζω μια [[παράσταση]] που είχα σχεδιάσει, ανεβάζω ένα κείμενο ή μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο [[διαδίκτυο]])
# ({{πληροφ|0==}}, {{διαδ|0==}}) [[upload]]: μεταφέρω δεδομένα σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε [[διακομιστής|διακομιστή]] ([[server]]) στο [[διαδίκτυο]] ([[internet]])
#: {{αντών}} [[κατεβάζω]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 13:48, 29 Ιουνίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεβάζω < (καθαρεύουσα) ἀνεβάζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνεβάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)

Ρήμα

ανεβάζω

  1. μετακινώ σε μεγαλύτερο ύψος, μεταφέρω ψηλότερα
  2. δημοσιοποιώ ή μοιράζομαι με πολύ κόσμο (ανεβάζω μια παράσταση που είχα σχεδιάσει, ανεβάζω ένα κείμενο ή μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο)
  3. (Πρότυπο:πληροφ, Πρότυπο:διαδ) upload: μεταφέρω δεδομένα σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε διακομιστή (server) στο διαδίκτυο (internet)
     αντώνυμα: κατεβάζω

Συγγενικά

Κλίση

Σημειώσεις

  • το παθητικό ανεβάζομαι είναι προφορικό και αδόκιμο για ανθρώπους (ή και κανονικά για όλα τα έμψυχα), αλλά γίνεται χρήση για άψυχα π.χ. για έπιπλα που ανεβάζονται στον πρώτο όροφο, για βαλίτσες που ανεβάστηκαν στο πλοίο-αεροπλάνο

Μεταφράσεις