θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Ελληνικά (el): Διορθώθηκε τυπογραφικό λάθος
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 80: Γραμμή 80:
* {{pl}} : {{τ|pl|skarb}}
* {{pl}} : {{τ|pl|skarb}}
* {{pt}} : {{τ|pt|tesouro}}
* {{pt}} : {{τ|pt|tesouro}}
* {{ro}} : {{τ|ro|tesouro|noentry=1}}
* {{ro}} : {{τ|ro|tezáur|noentry=1}}
* {{ru}} : {{τ|ru|сокровище|tr=sokrovišče}}
* {{ru}} : {{τ|ru|сокровище|tr=sokrovišče}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 19:01, 2 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός'

ο θησαυρός του Aτρέως

Ετυμολογία

θησαυρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θησαυρός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

θησαυρός αρσενικό

  1. σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
    ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
  2. (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
    έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
  3. κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
  4. πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
    εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
  5. πρόσωπο πολύ αγαπητό
    θησαυρέ μου!
  6. ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
    αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
  7. Πρότυπο:αρχαιολ οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
    ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
  8. Πρότυπο:αρχαιολ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
    ο θησαυρός του Aτρέως
  9. Πρότυπο:φιλολ λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
    ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας

Εκφράσεις

οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θησαυρός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)

Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θησαυρός οἱ θησαυροί
      γενική τοῦ θησαυροῦ τῶν θησαυρῶν
      δοτική τῷ θησαυρ τοῖς θησαυροῖς
    αιτιατική τὸν θησαυρόν τοὺς θησαυρούς
     κλητική ! θησαυρέ θησαυροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θησαυρώ
γεν-δοτ τοῖν  θησαυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

θησαυρός αρσενικό

  1. κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
    ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
  2. οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
    ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
  3. Πρότυπο:αρχιτ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
    ο θησαυρός του Aτρέως