μονομορφηματικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίση-'καλός'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{π|μονο-}} + μορφηματικός, {{μτφδ|en|el|monomorphe...
 
συλλ, συγγ
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίση-'καλός'}}
{{el-κλίση-'καλός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|μονο-}} + [[μορφηματικός]], {{μτφδ|en|el|monomorphemic|text=1}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|μονο-}} + [[μορφηματικός]], {{λενδ}} {{μτφδ|en|el|monomorphemic|text=1}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|mɔ.nɔ.mɔɾ.fi.ma.tiˈkɔs}}
: {{συλλ|μο|νο|μορ|φη|μα|τι|κός}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}, -ή, ό'''
* {{γλωσσολογία}} που έχει μόνον ένα [[μόρφημα]], δεν αναλύεται σε μικρότερα συστατικά μορφήματα
* {{γλωσσολογία}} που έχει μόνον ένα [[μόρφημα]], δεν αναλύεται σε μικρότερα συστατικά μορφήματα
*: ''οι λέξεις'' [[έτσι]], [[τώρα]], [[πώς]] ''είναι '''μονομορφηματικές''' και ταυτόχρονοα, [[ελεύθερο μόρφημα|ελεύθερα μορφήματα]]''
*: ''οι λέξεις'' [[έτσι]], [[τώρα]], [[πώς]] ''είναι '''μονομορφηματικές''' και ταυτόχρονα, [[ελεύθερο μόρφημα|ελεύθερα μορφήματα]]''

===={{συγγενικά}}====
* [[πολυμορφηματικός]]
{{βλ|και=1|μόρφημα|μορφή}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 13:36, 3 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονομορφηματικός η μονομορφηματική το μονομορφηματικό
      γενική του μονομορφηματικού της μονομορφηματικής του μονομορφηματικού
    αιτιατική τον μονομορφηματικό τη μονομορφηματική το μονομορφηματικό
     κλητική μονομορφηματικέ μονομορφηματική μονομορφηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονομορφηματικοί οι μονομορφηματικές τα μονομορφηματικά
      γενική των μονομορφηματικών των μονομορφηματικών των μονομορφηματικών
    αιτιατική τους μονομορφηματικούς τις μονομορφηματικές τα μονομορφηματικά
     κλητική μονομορφηματικοί μονομορφηματικές μονομορφηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονομορφηματικός < μονο- + μορφηματικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική monomorphemic

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐μορ‐φη‐μα‐τι‐κός

Επίθετο

μονομορφηματικός, -ή, ό

Συγγενικά

→ και δείτε τις λέξεις μόρφημα και μορφή

Μεταφράσεις