παζάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'τραγούδι'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|gkm|el|παζάριον}} < {{ετυμ|tr}} [[pazar]] < {{ετυμ|fa}} [[بازار]] (bâzâr) < {{pal}} ''wʾčʾl'' (wāzār, [[αγορά]]) |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|gkm|el|παζάριον}} < {{ετυμ|tr}} [[pazar]] < {{ετυμ|fa}} [[بازار]] (bâzâr) < {{pal}} ''wʾčʾl'' (wāzār, [[αγορά]]) |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|γλ=el|paˈza.ɾi}} |
|||
: {{συλλ|πα|ζά|ρι}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
# η [[υπαίθριος|υπαίθρια]] [[αγορά]] |
# η [[υπαίθριος|υπαίθρια]] [[αγορά]] |
||
#: {{παράθεμα||kath}}''Ἐκεῖνοι μᾶς μέρασαν, κι' ὁ καθένας μας πουλήθηκε στὸ '''παζάρι''' σκλάβος ἀλευτέρωτος σ' ἄλλους ἀνθρώπους.'' ([[w:Χρήστος Χρηστοβασίλης|Χρήστος Χρηστοβασίλης]], ''[[s:Ο ξενιτεμένος (Χρηστοβασίλη)|Ο ξενιτεμένος]]'') |
|||
# η [[διαπραγμάτευση]] για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή |
# η [[διαπραγμάτευση]] για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή |
||
#: {{συνων}} [[παζάρεμα]] |
#: {{συνων}} [[παζάρεμα]] |
Αναθεώρηση της 18:58, 14 Ιουλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παζάρι | τα | παζάρια |
γενική | του | παζαριού | των | παζαριών |
αιτιατική | το | παζάρι | τα | παζάρια |
κλητική | παζάρι | παζάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- παζάρι < μεσαιωνική ελληνική παζάριον < τουρκική pazar < περσική بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ζά‐ρι
Ουσιαστικό
παζάρι ουδέτερο
- η υπαίθρια αγορά
- ※ Ἐκεῖνοι μᾶς μέρασαν, κι' ὁ καθένας μας πουλήθηκε στὸ παζάρι σκλάβος ἀλευτέρωτος σ' ἄλλους ἀνθρώπους. (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο ξενιτεμένος)
- η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
Συγγενικά
- αλευροπάζαρο
- αλογοπάζαρο
- ανθρωποπάζαρο
- απαζάρευτα
- απαζάρευτος
- αποπάζαρα
- εμποροπάζαρο
- ζωοπάζαρο
- νυφοπάζαρο
- παζάρεμα
- παζαρεύω
- παζαριλίκι
- παζαρίσιος
- σκλαβοπάζαρο
- ψαροπάζαρο
Εκφράσεις
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
- πήγε κι ο Εβραίος στο παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο
- παζάρ παζάρ: κυριακάτικα (έκπληξη ή δυσαρέσκεια)
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)