κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Ανάκληση των αλλαγών 46.176.199.26 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Jojo is a flamingo Ετικέτα: Επαναφορά |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
* [[διακινδύνευση]] |
* [[διακινδύνευση]] |
||
* [[διακινδυνεύω]] |
* [[διακινδυνεύω]] |
||
* [[επικίνδυνος]] |
* [[επικίνδυνος]] |
||
* [[επικινδυνότητα]] |
* [[επικινδυνότητα]] |
||
* [[κινδυνεύω]] |
* [[κινδυνεύω]] |
Αναθεώρηση της 18:01, 27 Ιουλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κίνδυνος | οι | κίνδυνοι |
γενική | του | κινδύνου & κίνδυνου |
των | κινδύνων |
αιτιατική | τον | κίνδυνο | τους | κινδύνους |
κλητική | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
Συγγενικά
- ακίνδυνος
- διακινδύνευση
- διακινδυνεύω
- επικίνδυνος
- επικινδυνότητα
- κινδυνεύω
- κινδυνολογία
- κινδυνολογώ
- παρακινδυνεύω
- ριψοκινδυνεύω
- ριψοκίνδυνος
Μεταφράσεις
κίνδυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κίνδυνος
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση
Συγγενικά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)