πεθαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:411F:10C8:64B9:E1D5:8D44:69BF (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Sarri.greek Ετικέτα: Επαναφορά |
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π: |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|πεθαίνω}} < {{λ|ἀπεθαίνω|gkm}} < {{ετυμ|grc|el|ἀπέθανον}}, {{αόριστος του|ἀποθνῄσκω}}<ref>{{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|πεθαίνω}} < {{λ|ἀπεθαίνω|gkm}} < {{ετυμ|grc|el|ἀπέθανον}}, {{αόριστος του|ἀποθνῄσκω}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> < [[ἀπό]] + [[θνῄσκω]] |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
Αναθεώρηση της 20:34, 27 Ιουλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεθαίνω < ἀπεθαίνω < αρχαία ελληνική ἀπέθανον, αόριστος του ἀποθνῄσκω[1] < ἀπό + θνῄσκω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
πεθαίνω, πρτ.: πέθαινα, αόρ.: πέθανα, μτχ.π.π.: πεθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- φεύγω από τη ζωή, σταματάνε όλες οι σωματικές λειτουργίες μου που χρειάζονται για τη στήριξη της ζωής
- σταματάει η ύπαρξή μου
- δεν ξέρουμε πόσες ανθρώπινες γλώσσες πεθαίνουν κάθε χρόνο
- θέλω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, έχω έντονη επιθυμία
- η κοπέλα πεθαίνει για σένα, φαίνεται στα μάτια της πως σε αγαπά
- νιώθω μία δυσάρεστη αίσθηση που δύσκολα την αντέχω
- πριν την εγχείρηση πέθαινε από τον πόνο στο πόδι της, αλλά τώρα είναι μια χαρά
Συνώνυμα
Εκφράσεις
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεθαίνω | πέθαινα | θα πεθαίνω | να πεθαίνω | πεθαίνοντας | |
β' ενικ. | πεθαίνεις | πέθαινες | θα πεθαίνεις | να πεθαίνεις | πέθαινε | |
γ' ενικ. | πεθαίνει | πέθαινε | θα πεθαίνει | να πεθαίνει | ||
α' πληθ. | πεθαίνουμε | πεθαίναμε | θα πεθαίνουμε | να πεθαίνουμε | ||
β' πληθ. | πεθαίνετε | πεθαίνατε | θα πεθαίνετε | να πεθαίνετε | πεθαίνετε | |
γ' πληθ. | πεθαίνουν(ε) | πέθαιναν πεθαίναν(ε) |
θα πεθαίνουν(ε) | να πεθαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πέθανα | θα πεθάνω | να πεθάνω | πεθάνει | ||
β' ενικ. | πέθανες | θα πεθάνεις | να πεθάνεις | πέθανε | ||
γ' ενικ. | πέθανε | θα πεθάνει | να πεθάνει | |||
α' πληθ. | πεθάναμε | θα πεθάνουμε | να πεθάνουμε | |||
β' πληθ. | πεθάνατε | θα πεθάνετε | να πεθάνετε | πεθάνετε | ||
γ' πληθ. | πέθαναν πεθάναν(ε) |
θα πεθάνουν(ε) | να πεθάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεθάνει | είχα πεθάνει | θα έχω πεθάνει | να έχω πεθάνει | ||
β' ενικ. | έχεις πεθάνει | είχες πεθάνει | θα έχεις πεθάνει | να έχεις πεθάνει | ||
γ' ενικ. | έχει πεθάνει | είχε πεθάνει | θα έχει πεθάνει | να έχει πεθάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεθάνει | είχαμε πεθάνει | θα έχουμε πεθάνει | να έχουμε πεθάνει | ||
β' πληθ. | έχετε πεθάνει | είχατε πεθάνει | θα έχετε πεθάνει | να έχετε πεθάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεθάνει | είχαν πεθάνει | θα έχουν πεθάνει | να έχουν πεθάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πεθαμένος - είμαστε, είστε, είναι πεθαμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πεθαμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πεθαμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πεθαμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πεθαμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πεθαμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πεθαμένοι |
Μεταφράσεις
πεθαίνω
Αναφορές
- ↑ πεθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)