ύφαλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συμπλήρωση λήμματος
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίση-'καρδινάλιος'}}
{{el-κλίση-'καρδινάλιος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el}} «[[αἱ]] [[ὕφαλος|ὕφαλοι]]» (''εννοείται'' «{{λ|πέτρα|grc|πέτραι}}» ''θηλυκό, πληθυντικός'')<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref> < [[ὕφαλος]] (''υποθαλάσσιος'') < [[ὑπό]] + [[ἅλς]] (με δάσυνση του π σε ''φ'' λόγω του δασυνόμενου α)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el}} «[[αἱ]] [[ὕφαλος|ὕφαλοι]]» (''εννοείται'' «{{λ|πέτρα|grc|πέτραι}}» ''θηλυκό, πληθυντικός'')<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> < [[ὕφαλος]] (''υποθαλάσσιος'') < [[ὑπό]] + [[ἅλς]] (με δάσυνση του π σε ''φ'' λόγω του δασυνόμενου α)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 20:41, 27 Ιουλίου 2020

Δείτε επίσης: ὕφαλος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύφαλος οι ύφαλοι
      γενική του ύφαλου
υφάλου
των ύφαλων
υφάλων
    αιτιατική τον ύφαλο τους ύφαλους
υφάλους
     κλητική ύφαλε ύφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ύφαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή «αἱ ὕφαλοι» (εννοείται «πέτραι» θηλυκό, πληθυντικός)[1] < ὕφαλος (υποθαλάσσιος) < ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύ‐φα‐λος

Ουσιαστικό

ύφαλος αρσενικό

  • Πρότυπο:γεωγρ έπαρμα του βυθού της θάλασσας, υποθαλάσσιος βράχος σε μικρό βάθος
    οι ύφαλοι κοντά στο νησί ήταν εφιάλτης για τους ναυτικούς
    οι κοραλλιογενείς ύφαλοι είναι ένα θαύμα βιοποικιλότητας

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές