πάρειμι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 28: Γραμμή 28:


==={{πηγές}}===
==={{πηγές}}===
* {{Β:Λίντελ}}
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 21:29, 27 Ιουλίου 2020

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

πάρειμι < παρά (πάρ) + εἰμί

Ρήμα

πάρειμι

  1. είμαι κοντά, δίπλα, συντροφεύω
  2. είμαι παρών, παρευρίσκομαι

Κλίση

Ετυμολογία 2

πάρειμι < παρά (πάρ) + εἶμι (έρχομαι, πηγαίνω)

Ρήμα

πάρειμι

  1. προσπερνώ, περνάω από δίπλα
    (για στόλο) παραπλέω
  2. (+ αιτιατική του τόπου) διέρχομαι μέσα από
  3. ξεπερνώ
  4. εισέρχομαι μπαίνω

Κλίση

Πηγές