ναύτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ κατηγορίες |
→{{σύνθετα}}: ++ |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
==={{σύνθετα}}=== |
==={{σύνθετα}}=== |
||
* [[αεροναύτης]] |
|||
* [[αργοναύτης]], [[Αργοναύτης]] |
|||
* [[αστροναύτης]] |
|||
* [[εμποροναύτης]] |
|||
* [[κοσμοναύτης]] |
|||
* [[πεζοναύτης]] |
|||
''και'' |
|||
* [[ναυτεργάτης]] |
* [[ναυτεργάτης]] |
||
* [[ναυτο-]] ''σύνθετα'' |
|||
==={{συγγενικά}}=== |
==={{συγγενικά}}=== |
Αναθεώρηση της 16:22, 31 Ιουλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναύτης | οι | ναύτες |
γενική | του | ναύτη & ναύτου |
των | ναυτών |
αιτιατική | τον | ναύτη | τους | ναύτες |
κλητική | ναύτη | ναύτες | ||
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος. Σε όρους όπως Οίκος Ναύτου. | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ναύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ναύτης
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναύ‐της
Ουσιαστικό
ναύτης αρσενικό
- Πρότυπο:ναυτ μέλος του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου
- οπλίτης του πολεμικού ναυτικού με τον κατώτατο βαθμό
Πολυλεκτικοί όροι
Σύνθετα
και
- ναυτεργάτης
- ναυτο- σύνθετα
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη ναυς
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' και με λόγια γενική ενικού -ου (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελληνική στρατιωτική ιεραρχία
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)