αντώνυμο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Undid edits by 5.54.171.205 (talk) to last version by Botaki Ετικέτες: Αναίρεση SWViewer [1.3] |
μ pwb.py replace κλίση πρόβατο = βούτυρο |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'βούτυρο'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 18:26, 2 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντώνυμο | τα | αντώνυμα |
γενική | του | αντώνυμου & αντωνύμου |
των | αντώνυμων & αντωνύμων |
αιτιατική | το | αντώνυμο | τα | αντώνυμα |
κλητική | αντώνυμο | αντώνυμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αντώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antonyme < ἀντί + αρχαία ελληνική ὄνυμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αντώνυμο ουδέτερο
- λέξη που έχει την αντίθετη έννοια από κάποια άλλη
- η λέξη παίρνω είναι αντώνυμο του δίνω, επειδή περιγράφει την πράξη από αντίστροφη οπτική γωνία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αντωνυμία
- αντωνυμικά (καθαρεύουσα: αντωνυμικώς)
- αντωνυμικός
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)