ιατρική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Undid edits by 2A02:587:491C:C00:E57E:2BE1:58A1:A10D (talk) to last version by Richiski
κλίση κλπ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἰατρική}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'ψυχή'|παρατήρηση=Συνήθως στον ενικό.}}
{{el-κλίσ-'Αγγελική'|ιατρικ}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''', ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του [[ιατρικός]] (εννοείται ''η ιατρική τέχνη'')
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|ἰατρική}} (εννοείται το ουσιαστικό {{λ|τέχνη|grc}}), {{ουσεπ θ|ἰατρικός}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
* [[επιστήμη]] που ασχολείται με τη μελέτη των ασθενειών και την καταπολέμησή τους
* [[επιστήμη]] που ασχολείται με τη μελέτη των ασθενειών και την καταπολέμησή τους

===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
: {{βλ}} [[ιατρός]]
* {{βλ|ιατρός}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 33: Γραμμή 37:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 53: Γραμμή 56:
* {{tr}} : {{τ|tr|tıp}}
* {{tr}} : {{τ|tr|tıp}}
* {{fi}} : {{τ|fi|lääketiede}}
* {{fi}} : {{τ|fi|lääketiede}}

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


Γραμμή 59: Γραμμή 61:
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* {{θηλ_του-πτώσειςΟΑΚεν|ιατρικός}}
* {{θηλ_του-πτώσειςΟΑΚεν|ιατρικός}}

===={{ομώνυμα}}====
===={{ομώνυμα}}====
* [[ιατρικοί]]
* [[ιατρικοί]]

Αναθεώρηση της 20:03, 3 Αυγούστου 2020

Δείτε επίσης: ἰατρική

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιατρική οι ιατρικές
      γενική της ιατρικής των ιατρικών
    αιτιατική την ιατρική τις ιατρικές
     κλητική ιατρική ιατρικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιατρική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰατρική (εννοείται το ουσιαστικό τέχνη), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἰατρικός

Ουσιαστικό

ιατρική θηλυκό

  • επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ασθενειών και την καταπολέμησή τους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιατρική

Ομώνυμα / Ομόηχα