κυτταροστατικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη el-κλίσ-'καλός' στα -ικός
μ αντικατάσταση # με *
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}, '''κυτταροστατική''' {{θ}}, '''κυτταροστατικό''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}, '''κυτταροστατική''' {{θ}}, '''κυτταροστατικό''' {{ο}}
# {{λείπει ο ορισμός}}
* {{λείπει ο ορισμός}}





Αναθεώρηση της 08:36, 14 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταροστατικός η κυτταροστατική το κυτταροστατικό
      γενική του κυτταροστατικού της κυτταροστατικής του κυτταροστατικού
    αιτιατική τον κυτταροστατικό την κυτταροστατική το κυτταροστατικό
     κλητική κυτταροστατικέ κυτταροστατική κυτταροστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταροστατικοί οι κυτταροστατικές τα κυτταροστατικά
      γενική των κυτταροστατικών των κυτταροστατικών των κυτταροστατικών
    αιτιατική τους κυτταροστατικούς τις κυτταροστατικές τα κυτταροστατικά
     κλητική κυτταροστατικοί κυτταροστατικές κυτταροστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυτταροστατικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κυτταροστατικός αρσενικό, κυτταροστατική θηλυκό, κυτταροστατικό ουδέτερο


Μεταφράσεις