κατατόπι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{-el-}}: +εκφρ. |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* '''[[δείχνω]] (σε κάποιον)/[[μαθαίνω]] τα κατατόπια''': {{μτφρ}} [[εξοικειώνω]]/[[εξοικειώνομαι]] με ένα |
* '''[[δείχνω]] (σε κάποιον)/[[μαθαίνω]] τα κατατόπια''': {{μτφρ}} [[εξοικειώνω]]/[[εξοικειώνομαι]] με ένα νέο [[περιβάλλον]], [[εργασία]] κλπ. |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:59, 15 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
γενική | του | κατατοπιού | των | κατατοπιών |
αιτιατική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
κλητική | κατατόπι | κατατόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κατατόπι < μεσαιωνική ελληνική κατατόπι < έκφραση κατά τόπον
Ουσιαστικό
κατατόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: κατατόπια) τοποθεσία (συχνά σε σχέση με γνώση τοπογραφίας περιοχής)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω, κατά και τόπος
Εκφράσεις
- δείχνω (σε κάποιον)/μαθαίνω τα κατατόπια: (μεταφορικά) εξοικειώνω/εξοικειώνομαι με ένα νέο περιβάλλον, εργασία κλπ.