τραυματίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του τραυματίζω → {{παθ|τραυματίζω}} με τη χρήση AWB |
μ αντικατάσταση # με * |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* υφίσταμαι [[τραυματισμός|τραυματισμό]] εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:24, 16 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραυματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τραυματίζω
Ρήμα
τραυματίζομαι
- υφίσταμαι τραυματισμό εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου