τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: tr:τράπεζα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: αφαίρεση περιττών κενών, προσθήκη κενών μετά και πριν τα «βελάκια»
Γραμμή 18: Γραμμή 18:


{{(}}
{{(}}
* {{en}} : {{ξεν|en|bank}} (2, 3)
* {{en}} : {{ξεν|en|bank}} (2, 3)
<!-- * {{sq}} : {{ξεν|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{ξεν|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hy}} : {{ξεν|hy|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hy}} : {{ξεν|hy|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{af}} : {{ξεν|af|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{af}} : {{ξεν|af|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eu}} : {{ξεν|eu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eu}} : {{ξεν|eu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{ξεν|fr|banque}} (2, 3)
* {{fr}} : {{ξεν|fr|banque}} (2, 3)
* {{de}} : {{ξεν|de|Bank}} (2, 3)
* {{de}} : {{ξεν|de|Bank}} (2, 3)
* {{da}} : {{ξεν|da|bank}} (2, 3)
* {{da}} : {{ξεν|da|bank}} (2, 3)
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{ξεν|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{ξεν|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{ξεν|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{ξεν|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{ξεν|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{ξεν|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{ξεν|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{ξεν|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{ξεν|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{ξεν|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{ξεν|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{ξεν|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{ξεν|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{ξεν|is|ΧΧΧ}} -->
* {{es}} : {{ξεν|es|banco}} {{α}} (2, 3)
* {{es}} : {{ξεν|es|banco}} {{α}} (2, 3)
* {{it}} : {{ξεν|it|banca}} {{θ}} (2, 3)
* {{it}} : {{ξεν|it|banca}} {{θ}} (2, 3)
<!-- * {{ca}} : {{ξεν|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{ξεν|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{ξεν|zh|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{ξεν|zh|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ko}} : {{ξεν|ko|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ko}} : {{ξεν|ko|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{ξεν|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{ξεν|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{ξεν|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{ξεν|hr|ΧΧΧ}} -->


{{-}}
{{-}}
<!-- * {{la}} : {{ξεν|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{ξεν|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{ξεν|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{ξεν|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ms}} : {{ξεν|ms|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ms}} : {{ξεν|ms|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{no}} : {{ξεν|no|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{no}} : {{ξεν|no|ΧΧΧ}} -->
* {{nl}} : {{ξεν|nl|bank}} (2, 3)
* {{nl}} : {{ξεν|nl|bank}} (2, 3)
<!-- * {{hu}} : {{ξεν|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hu}} : {{ξεν|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{ξεν|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{ξεν|uk|XXX}} -->
<!-- * {{fa}} : {{ξεν|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fa}} : {{ξεν|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|ΧΧΧ}} -->
* {{pt}} : {{ξεν|pt|banco}} {{α}} (2, 3)
* {{pt}} : {{ξεν|pt|banco}} {{α}} (2, 3)
<!-- * {{ro}} : {{ξεν|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{ξεν|ro|ΧΧΧ}} -->
* {{ru}} : {{ξεν|ru|банк}} {{α}} (2)
* {{ru}} : {{ξεν|ru|банк}} {{α}} (2)
<!-- * {{sr}} : {{ξεν|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{ξεν|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{ξεν|sk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{ξεν|sk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sl}} : {{ξεν|sl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sl}} : {{ξεν|sl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sv}} : {{ξεν|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sv}} : {{ξεν|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{ξεν|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{ξεν|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{ξεν|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{ξεν|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{ξεν|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{ξεν|tr|ΧΧΧ}} -->
* {{fi}} : {{ξεν|fi|pankki}} (2, 3)
* {{fi}} : {{ξεν|fi|pankki}} (2, 3)


{{)}}
{{)}}

Αναθεώρηση της 08:59, 14 Οκτωβρίου 2007

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

Από το αρχαίο τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)

Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κλπ
    Οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
    • συνεκδοχικά το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας.
      Ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές.
  3. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση.
    Π.χ. τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις

Πρότυπο:-μτφ-