συλλαβισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συλλ |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'ουρανός'}} |
{{el-κλίσ-'ουρανός'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|συλλαβίζω|-μός}} ({{μτφδ|fr|el|syllabation}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>) |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
Αναθεώρηση της 05:38, 20 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συλλαβισμός < συλλαβίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική syllabation[1])
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λα‐βι‐σμός
Ουσιαστικό
συλλαβισμός αρσενικό
- Πρότυπο:γραμμ η διαίρεση μιας λέξης σε συλλαβές στη γραπτή της μορφή ή η εκφώνησή τους
- ο συλλαβισμός της λέξης «κατάσταση» παριστάνεται με τις συλλαβές χωρισμένες από ενωτικά: «κα-τά-στα-ση»
- συλλαβιστική ικανότητα: Ο νεαρός μαθητής κατείχε άψογα τον συλλαβισμό.
- (συνεκδοχικά) η ανάγνωση με δυσκολία που δείχνει πως αυτός που διαβάζει δυσκολεύεται να διαβάσει και προσπαθεί να συλλαβίσει τις λέξεις
Άλλες μορφές
Παράγωγα
είδη συλλαβισμού:
Συγγενικά
- συλλαβίζω
- συλλαβικός
- συλλαβιστός
- συλλαβοποίηση (όρος της φωνητικής)
- → και δείτε τη λέξη συλλαβή
Δείτε επίσης
- Για τους κανόνες του συλλαβισμού, νέους και παλαιότερους δείτε Παράρτημα:Γραμματική: Συλλαβισμός.
- Για τις συλλαβές στην προφορική εκφώνηση, που δεν συμπίπτει πάντα με το συλλαβισμό της γραμματικής, δείτε συλλαβοποίηση.
Μεταφράσεις
συλλαβισμός
Αναφορές
- ↑ συλλαβισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)