μάγιστρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
ανοησίες περί ΚΥΠ !!! (ορισμός από ΒΠ κλπ)
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ( & [[μαΐστωρ]])
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# {{ιστορ}} ανώτατο αξίωμα της ύστερη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ('''''μάγιστρος''' τῶν ὀφφικίων'')
* ο μάγιστρος ή μάγιστρος των οφφικίων ήταν σημαντικός υπουργός του βυζαντινού κράτους και αυτοκρατορικός σύμβουλος αρμόδιος επί πολλούς αιώνες για την αυτοκρατορική φρουρά, τις παραμεθόριες αμυντικές δυνάμεις, την υπηρεσία ασφαλείας (την νεοελληνική ΚΥΠ τρόπον τινά, αλλά εστιασμένη σε "εσωτερικούς εχθρούς") και τα εργοστάσια.
#:{{βλ|και=2|μαΐστωρ|μαΐστορας}}

# {{ιστορ}} ανώτατος αρχηγός ιπποτικών ταγμάτων (''μέγας '''μάγιστρος''''')
# {{παρωχ}} έμπειρος τεχνίτης, [[μάστορας]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[Μάγιστρος]] (''ανδρικό όνομα'')
*[[μάστορας]]
*[[μάγος]]
* [[μάγος]]
* [[μαΐστρος]]
* [[μαζορέτα]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|magister}}, {{τ|en|magister officiorum}}
* {{en}} : {{τ|en|magister}}, {{τ|en|magister officiorum}}
Γραμμή 61: Γραμμή 60:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:ΛΚΝ}}
* [https://lsj.gr/wiki/μάγιστρος μάγιστρος] στο ''lsj.gr''.


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 20:16, 21 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάγιστρος < λατινικά magister (άρχοντας, επιβλέπων)

Ουσιαστικό

μάγιστρος αρσενικό

  1. Πρότυπο:ιστορ ανώτατο αξίωμα της ύστερη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (μάγιστρος τῶν ὀφφικίων)
    → δείτε και τις λέξεις μαΐστωρ και μαΐστορας
  2. Πρότυπο:ιστορ ανώτατος αρχηγός ιπποτικών ταγμάτων (μέγας μάγιστρος)
  3. (παρωχημένο) έμπειρος τεχνίτης, μάστορας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές