φανουρόπιτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Κατί βρίσκουμε με τη φανουρόπιτα??? δεν τα ξέρω καλά...
Γαμπρός για τις ανύπαντρες όπως λέει και το λεξικό
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
* ({{ετ|γαστρονομία|0=-}}, {{ετ|λαογραφία|0=-}}) γλυκιά [[πίτα]] που παρασκευάζεται για την ημέρα της [[εορτή]]ς του Αγίου Φανουρίου, για να βοηθήσει ο άγιος να [[φανερώνω|φανερωθεί]] κάτι <ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}</ref>
* ({{ετ|γαστρονομία|0=-}}, {{ετ|λαογραφία|0=-}}) γλυκιά [[πίτα]] που παρασκευάζεται για την ημέρα της [[εορτή]]ς του Αγίου Φανουρίου, για να βοηθήσει ο άγιος να [[φανερώνω|φανερωθεί]] κάτι, κυρίως γαμπρός για τις ανύπαντρες κοπέλες<ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}</ref>
*: {{παράθεμα}}''Κι έβαλα ένα κερί αναμμένο κάτω στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα του Χριστούλη και ζύμωσα με τα δώδεκα υλικά μια '''φανουρόπιτα''', την έψησα και φάγαμε οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μου.'' (Σοφία Φιλιππίδου, ''[https://books.google.gr/books?id=F6PbBQAAQBAJ&pg=PT249 Με μια σκάλα στο φεγγάρι]'', (Αθήνα: Καστανιώτης, 2014), σελ. 249)
*: {{παράθεμα}}''Κι έβαλα ένα κερί αναμμένο κάτω στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα του Χριστούλη και ζύμωσα με τα δώδεκα υλικά μια '''φανουρόπιτα''', την έψησα και φάγαμε οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μου.'' (Σοφία Φιλιππίδου, ''[https://books.google.gr/books?id=F6PbBQAAQBAJ&pg=PT249 Με μια σκάλα στο φεγγάρι]'', (Αθήνα: Καστανιώτης, 2014), σελ. 249)



Αναθεώρηση της 06:57, 27 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανουρόπιτα οι φανουρόπιτες
      γενική της φανουρόπιτας των (φανουροπιτών)
    αιτιατική τη φανουρόπιτα τις φανουρόπιτες
     κλητική φανουρόπιτα φανουρόπιτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανουρόπιτα < Φανούρ(ιος) + -ο- + -πιτα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νου‐ρό‐πι‐τα

Ουσιαστικό

φανουρόπιτα θηλυκό

  • (γαστρονομία, λαογραφία) γλυκιά πίτα που παρασκευάζεται για την ημέρα της εορτής του Αγίου Φανουρίου, για να βοηθήσει ο άγιος να φανερωθεί κάτι, κυρίως γαμπρός για τις ανύπαντρες κοπέλες[1]
    ※ Κι έβαλα ένα κερί αναμμένο κάτω στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα του Χριστούλη και ζύμωσα με τα δώδεκα υλικά μια φανουρόπιτα, την έψησα και φάγαμε οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μου. (Σοφία Φιλιππίδου, Με μια σκάλα στο φεγγάρι, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2014), σελ. 249)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)