σύντομος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
# συνοπτικός
# [[συνοπτικός]]
# λακωνικός, αυτός που εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά
# [[λακωνικός]], αυτός που εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά
# που έχει [[μικρός|μικρή]] διάρκεια
# που έχει [[μικρός|μικρή]] διάρκεια
# ''(για κείμενο)'' που έχει μικρή [[έκταση]]
# ''(για κείμενο)'' που έχει μικρή [[έκταση]]

Αναθεώρηση της 15:27, 29 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύντομος η σύντομη το σύντομο
      γενική του σύντομου της σύντομης του σύντομου
    αιτιατική τον σύντομο τη σύντομη το σύντομο
     κλητική σύντομε σύντομη σύντομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύντομοι οι σύντομες τα σύντομα
      γενική των σύντομων των σύντομων των σύντομων
    αιτιατική τους σύντομους τις σύντομες τα σύντομα
     κλητική σύντομοι σύντομες σύντομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σύντομος < αρχαία ελληνική σύντομος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

σύντομος, -η, -ο

  1. συνοπτικός
  2. λακωνικός, αυτός που εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά
  3. που έχει μικρή διάρκεια
  4. (για κείμενο) που έχει μικρή έκταση

Μεταφράσεις