συμφωνία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10: Γραμμή 10:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# η κοινή [[απόφαση]], γραπτή ή προφορική, μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, για να τηρήσουν ορισμένους κανόνες
# η κοινή [[απόφαση]], γραπτή ή προφορική, μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, για να τηρήσουν ορισμένους κανόνες
# η κοινή πεποίθηση ή δράση ασχέτως υπάρξεως ή μη κάποιας απόφασης
# η κοινή πεποίθηση ή δράση ασχέτως υπάρξεως ή μη κάποιας απόφασης
Γραμμή 98: Γραμμή 98:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
* {{μουσ}} μουσικό έργο μεγάλης έκτασης
* {{μουσ}} μουσικό έργο μεγάλης έκτασης



Αναθεώρηση της 16:24, 6 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμφωνία οι συμφωνίες
      γενική της συμφωνίας των συμφωνιών
    αιτιατική τη συμφωνία τις συμφωνίες
     κλητική συμφωνία συμφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐φω‐νί‐α

Ετυμολογία 1

συμφωνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφωνία[1]
κοινή πεποίθηση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική accord

Ουσιαστικό

συμφωνία θηλυκό

  1. η κοινή απόφαση, γραπτή ή προφορική, μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, για να τηρήσουν ορισμένους κανόνες
  2. η κοινή πεποίθηση ή δράση ασχέτως υπάρξεως ή μη κάποιας απόφασης
  3. Πρότυπο:φυσ διατήρηση μεταξύ κυμάτων σταθερής διαφοράς φάσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

συμφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική symphonie < λατινική symphonia < αρχαία ελληνική συμφωνία[1]

Ουσιαστικό

συμφωνία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές