στροβιλισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: +es pl |
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'ουρανός'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στροβιλίζω]] + [[-μός]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στροβιλίζω]] + [[-μός]] |
Αναθεώρηση της 10:41, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στροβιλισμός < στροβιλίζω + -μός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
στροβιλισμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στροβιλίζω
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στρόβιλος