αλληλεπίδραση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:351E:CD2B:FD98:A11D:FB7:A2F2 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 2A02:2149:8290:5C00:D10F:844D:9DF7:7453 Ετικέτα: Επαναφορά |
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'λύση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αλληλο-]] + [[επίδραση]] ({{μτφδ}} ({{fr}}) [[interaction]]) |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αλληλο-]] + [[επίδραση]] ({{μτφδ}} ({{fr}}) [[interaction]]) |
Αναθεώρηση της 10:57, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- αλληλεπίδραση < αλληλο- + επίδραση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) interaction)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αλληλεπίδραση θηλυκό
- η αμοιβαία επίδραση μεταξύ δύο προσώπων ή συστημάτων
- η αλληλεπίδραση του φαρμάκου με το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλληλεπιδραστικός
- αλληλεπιδρώ
- → δείτε τις λέξεις αλληλο- και επίδραση
Μεταφράσεις
ως καθαρή έννοια
μεταξύ προσώπων κα
|