διάσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'λύση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 11:09, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- διάσταση < αρχαία ελληνική διάστασις < διίσταμαι (διά και ἵσταμαι)
Ουσιαστικό
διάσταση θηλυκό
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που παράγονται από ένα διάνυσμα μιας ελάχιστης γραμμικής θήκης ενός αλγεβρικού σώματος
- Ο προσδιορισμός ενός στοιχείου κατά την οποία χρησιμοποιείται μια διάσταση, συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί αυτό το στοιχείο μόνο με τις υπόλοιπες διαστάσεις.
- καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: μήκος, πλάτος, ύψος
- η τέταρτη διάσταση είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια
- (κατ' επέκταση) το μέτρο κάθε μιας από τις τρεις διαστάσεις
- τι διαστάσεις έχει το κουτί που θα μου στείλεις;
- η όψη μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
- η επέκταση ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
- η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις
- ο χωρισμός ανδρόγυνου
- είναι σε διάσταση με τον άντρα της και ετοιμάζονται για διαζύγιο
Εκφράσεις
- σε άλλη διάσταση: εντελώς διαφορετικά από το συνηθισμένο