διάνυσμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αντικατάσταση ετυμ grc-koi, + σύνθετα
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όνομα'}}
{{el-κλίση-'όνομα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|διάνυσμα}} < {{ετυμ|grc|el|διανύω}} < [[διά]] + [[ἀνύω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|διάνυσμα}} < {{ετυμ|grc|el|διανύω}} < [[διά]] + [[ἀνύω]]

Αναθεώρηση της 12:03, 13 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάνυσμα τα διανύσματα
      γενική του διανύσματος των διανυσμάτων
    αιτιατική το διάνυσμα τα διανύσματα
     κλητική διάνυσμα διανύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάνυσμα < ελληνιστική κοινή διάνυσμα < αρχαία ελληνική διανύω < διά + ἀνύω

Ουσιαστικό

διάνυσμα ουδέτερο

  1. (Πρότυπο:φυσική, Πρότυπο:μηχανική) ποσότητα που έχει μέτρο και κατεύθυνση
  2. (Πρότυπο:μαθ, γραμμική άλγεβρα) στοιχείο διανυσματικού χώρου
  3. (Πρότυπο:μαθ, Πρότυπο:γεωμ) προσανατολισμένο ευθύγραμμο τμήμα

Συνώνυμα

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις