ξεριζωμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ από el-κλίση-'ουρανός σε el-κλίση-'αγρός |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'αγρός'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξεριζώνω]] < {{αρχ}} [[ἐκριζόω]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξεριζώνω]] < {{αρχ}} [[ἐκριζόω]] |
Αναθεώρηση της 16:40, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεριζωμός < ξεριζώνω < αρχαία ελληνική ἐκριζόω
Ουσιαστικό
ξεριζωμός αρσενικό
- η απόσπαση δια της βίας, ο διωγμός ή η αναγκαστική για οικονομικούς λόγους αποχώρηση ατόμου ή κοινότητας ή έθνους από την πατρίδα του ή από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε
- O ξερiζωμός των Μικρασιατών, των Κωνσταντινουπολιτών, των Αρμενίων
- Ο ξεριζωμός του μετανάστη που λαχταράει να γυρίσει στην πατρίδα του αλλα για οικονομικούς λόγους μένει μακριά
- (μεταφορικά) η βίαιη απόσπαση από τις πολιτιστικές ρίζες
- ο ξεριζωμός των λέξεων, το ξεγύμνωμα του τοποίου από τις επενδύσεις της μνήμης... (για το έργο "Ο Ξεριζωμός" του Ιρλανδού Μπράιαν Φρίελ)
- Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος: ο ξεριζωμός απ' τα δικά μας (ενν. έθιμα, λέξεις)