απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|absoudre}}, {{τ|fr|innocenter}}, {{τ|fr|libérer}}, {{τ|fr|découdre}}, {{τ|fr|dispenser}}, {{τ|fr|dégager}}, {{τ|fr|blanchir}}, {{τ|fr|disculper}},
* {{fr}} : {{τ|fr|absoudre}}, {{τ|fr|innocenter}}, {{τ|fr|libérer}}, {{τ|fr|découdre}}, {{τ|fr|dispenser}}, {{τ|fr|dégager}}, {{τ|fr|blanchir}}, {{τ|fr|disculper}},{{τ|fr|exonérer}},
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 13:27, 18 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω

Ρήμα

απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα ή απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
  2. εξαιρώ από υποχρέωση
  3. αθωώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις