γλυπτική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετικέτες, Κατηγορία |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|:Κατηγορία:Γλυπτική |
{{δείτε|:Κατηγορία:Γλυπτική}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'ψυχή'}} |
{{el-κλίση-'ψυχή'}} |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
* {{ετ|τέχνες}} η [[τέχνη]] του [[γλύπτης|γλύπτη]], της [[δημιουργία]]ς [[τρισδιάστατος|τρισδιάστατων]] ή [[ανάγλυφος|ανάγλυφων]] [[κατασκευή|κατασκευών]] και [[δημιούργημα|δημιουργημάτων]] |
* {{ετ|γλυπτική|sort=!|εμφ=''τέχνες - γλυπτική''}} η [[τέχνη]] του [[γλύπτης|γλύπτη]], της [[δημιουργία]]ς [[τρισδιάστατος|τρισδιάστατων]] ή [[ανάγλυφος|ανάγλυφων]] [[κατασκευή|κατασκευών]] και [[δημιούργημα|δημιουργημάτων]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 03:39, 20 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γλυπτική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυπτική (ενν. τέχνη), θηλυκό του γλυπτικός < γλύπτης < αρχαία ελληνική γλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐πτι‐κή
- ομόηχο: γλυπτικοί
Ουσιαστικό
γλυπτική θηλυκό
- (τέχνες - γλυπτική) η τέχνη του γλύπτη, της δημιουργίας τρισδιάστατων ή ανάγλυφων κατασκευών και δημιουργημάτων
Συγγενικά
Υπώνυμα
Υπερώνυμα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
γλυπτική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γλυπτική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυπτική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)