βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'δρόμος'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|βρόγχος}}
{{δείτε|βρόγχος}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'δρόμος'}}
{{el-κλίση-'δρόμος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}

Αναθεώρηση της 05:59, 4 Οκτωβρίου 2020

Δείτε επίσης: βρόγχος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρόχος οι βρόχοι
      γενική του βρόχου των βρόχων
    αιτιατική τον βρόχο τους βρόχους
     κλητική βρόχε βρόχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρόχος < αρχαία ελληνική βρόχος

Ουσιαστικό

βρόχος αρσενικό

  1. (λόγιο) η θηλιά σε μία κρεμάλα
    Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε σφίγγει και πνίγει
  3. Πρότυπο:προγρ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά όσο ικανοποιείται μία συγκεκριμένη συνθήκη
  4. Πρότυπο:ηλεκτρολ κλάδοι δικτύου που αναπτύσσονται σε κλειστή (κυκλική) διαδρομή

Μεταφράσεις