βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'δρόμος' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|βρόγχος}} |
{{δείτε|βρόγχος}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'δρόμος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
Αναθεώρηση της 05:59, 4 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρόχος | οι | βρόχοι |
γενική | του | βρόχου | των | βρόχων |
αιτιατική | τον | βρόχο | τους | βρόχους |
κλητική | βρόχε | βρόχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βρόχος < αρχαία ελληνική βρόχος
Ουσιαστικό
βρόχος αρσενικό
- (λόγιο) η θηλιά σε μία κρεμάλα
- Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε σφίγγει και πνίγει
- Πρότυπο:προγρ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά όσο ικανοποιείται μία συγκεκριμένη συνθήκη
- Πρότυπο:ηλεκτρολ κλάδοι δικτύου που αναπτύσσονται σε κλειστή (κυκλική) διαδρομή