δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4851807 του 178.147.246.210 (Συζήτηση) Ετικέτα: Αναίρεση |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
||
Γραμμή 105: | Γραμμή 105: | ||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# η ενέργεια του [[δαπανάω]], η κατανάλωση χρήσιμων |
# η ενέργεια του [[δαπανάω]], η κατανάλωση χρήσιμων ΠρΑγμΑτΩν |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 12:42, 4 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαπάνη | οι | δαπάνες |
γενική | της | δαπάνης | των | δαπανών |
αιτιατική | τη | δαπάνη | τις | δαπάνες |
κλητική | δαπάνη | δαπάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη
Ουσιαστικό
δαπάνη θηλυκό
- το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
- το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
- (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
δαπάνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δαπάνη < δαπανάω
Ουσιαστικό
δαπάνη θηλυκό
- η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων ΠρΑγμΑτΩν