οδοντοφυΐα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση # με * |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση θάλασσα με 'σοφία' |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'σοφία'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὀδοντοφυΐα]] (''< οδοντοφυώ /-έω < οδοντο- + -φυώ < φυής < φύω / -ομαι'') |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὀδοντοφυΐα]] (''< οδοντοφυώ /-έω < οδοντο- + -φυώ < φυής < φύω / -ομαι'') |
Αναθεώρηση της 08:49, 5 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οδοντοφυΐα < αρχαία ελληνική ὀδοντοφυΐα (< οδοντοφυώ /-έω < οδοντο- + -φυώ < φυής < φύω / -ομαι)
Ουσιαστικό
οδοντοφυΐα θηλυκό
- η βαθμιαία εμφάνιση των δοντιών και ο σχηματισμός της οδοντοστοιχίας που συντελείται κατά τη βρεφική και την πρώτη παιδική ηλικία
Μεταφράσεις
οδοντοφυΐα
|