σύνδεση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'δύναμη'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[σύνδεσις]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[σύνδεσις]] |
Αναθεώρηση της 12:29, 6 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνδεση | οι | συνδέσεις |
γενική | της | σύνδεσης* | των | συνδέσεων |
αιτιατική | τη | σύνδεση | τις | συνδέσεις |
κλητική | σύνδεση | συνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- σύνδεση < αρχαία ελληνική σύνδεσις
Ουσιαστικό
σύνδεση θηλυκό
- η ένωση δυο ή περισσότερων πραγμάτων
- η επικοινωνία με το διαδίκτυο ή μια ιστοσελίδα
- Σύνδεση στο Facebook.
- Σύνδεση στο Ίντερνετ.
- η συσχέτιση μεταξύ δυο ή περισσότερων πραγμάτων
- Η αστυνομία βρήκε μια σύνδεση μεταξύ των δυο φόνων.
- Πρότυπο:προγρ η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
- συνώνυμο: δέσμευση
Σύνθετα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνένωση
προγραμματισμός