έκκεντρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση προτύπων, ετικετών
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση πεύκο με 'σίδερο'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'πεύκο'}}
{{el-κλίση-'σίδερο'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ουσεπ ο|έκκεντρος}}, {{σμσδ|fr|el|text=1|excentrique}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ουσεπ ο|έκκεντρος}}, {{σμσδ|fr|el|text=1|excentrique}}

Αναθεώρηση της 16:06, 6 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκκεντρο τα έκκεντρα
      γενική του έκκεντρου των έκκεντρων
    αιτιατική το έκκεντρο τα έκκεντρα
     κλητική έκκεντρο έκκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique

Ουσιαστικό

έκκεντρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

έκκεντρο

  1. ({[α}}) αιτιατική ενικού του έκκεντρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έκκεντρος