πίκολο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση πεύκο με 'σίδερο'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==


{{el-κλίση-'πεύκο'}}
{{el-κλίση-'σίδερο'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} {{λ|piccolo|it}} (''μικρό''). Αλλά το 'piccolo' {{λ|flauto|it}}, ονομάζεται {{λ|ottavino|it}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} {{λ|piccolo|it}} (''μικρό''). Αλλά το 'piccolo' {{λ|flauto|it}}, ονομάζεται {{λ|ottavino|it}}

Αναθεώρηση της 18:49, 6 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πίκολο τα πίκολα
      γενική του πίκολου των πίκολων
    αιτιατική το πίκολο τα πίκολα
     κλητική πίκολο πίκολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίκολο < Πρότυπο:ετυμ it piccolo (μικρό). Αλλά το 'piccolo' flauto, ονομάζεται ottavino

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ένα πίκολο με ασημένια κεφαλή

πίκολο ουδέτερο άκλιτο και πίκολο φλάουτο ή οταβίνο


Μεταφράσεις