κορίτσι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
*[[κορίτσαρος]]
*[[κορίτσαρος]]
*[[κοριτσίστικος]]
*[[κοριτσίστικος]]
* κοριτσοπαρέα


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====

Αναθεώρηση της 09:28, 20 Νοεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορίτσι τα κορίτσια
      γενική του κοριτσιού των κοριτσιών
    αιτιατική το κορίτσι τα κορίτσια
     κλητική κορίτσι κορίτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορίτσι < μεσαιωνική ελληνική κορίτσι(ν) < αρχαία ελληνική κόρη

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κορίτσι ουδέτερο

  1. το παιδί θηλυκού γένους
  2. η κόρη, η θυγατέρα
  3. η νεαρή κοπέλα με την οποία έχει κάποιος δεσμό
     συνώνυμα: κοπέλα, φιλενάδα
  4. η παρθένα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις