ετερόκλιτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
τυπο |
δείτε+ |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ἑτερόκλιτος}} |
{{δείτε|ἑτερόκλιτος|ετερόκλητος}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'όμορφος'}} |
{{el-κλίση-'όμορφος'}} |
Αναθεώρηση της 19:55, 1 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ετερόκλιτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑτερόκλιτος, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Heteroklit < ἑτερόκλιτος[1]
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ομόηχο: ετερόκλητος
Επίθετο
ετερόκλιτος, -η, -ο
- (γλωσσολογία, γραμματική) που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη κλίση
- Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτη: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη
- (ουσιαστικοποιημένο) ετερόκλιτο
- ετερόκλητος (ετυμολογική γραφή)[2][3]
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ετερόκλιτος
Αναφορές
- ↑ ετερόκλιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Για το ετερόκλιτος-ετερόκλητος, δείτε την Ετυμολογία στο ετερόκλητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)