ασχολούμαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->


{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-αρχη)}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 07:59, 5 Δεκεμβρίου 2020

Δείτε επίσης: ἀσχολοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασχολούμαι < αρχαία ελληνική ἀσχολέομαι / ἀσχολοῦμαι < ἀ- στερητικό + σχολή

Ρήμα

ασχολούμαι

  1. καταγίνομαι σε κάτι
  2. επαγγέλλομαι
    αυτήν την περίοδο, ασχολούμαι με επιχειρήσεις

Συγγενικά

Δείτε επίσης

  • ἕπω (αρχαία ελληνικά: ασχολούμαι)

Κλίση

Μεταφράσεις