κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4824332 του 2A02:587:801D:D19A:F598:6FC:A7F0:41AE (Συζήτηση) Ετικέτα: Αναίρεση |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Που είναι η κλίση των αρχαίων; |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'όροφος'}} |
{{el-κλίση-'όροφος'}} |
Αναθεώρηση της 16:57, 7 Δεκεμβρίου 2020
Που είναι η κλίση των αρχαίων;
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κίνδυνος | οι | κίνδυνοι |
γενική | του | κινδύνου & κίνδυνου |
των | κινδύνων |
αιτιατική | τον | κίνδυνο | τους | κινδύνους |
κλητική | κίνδυνε | κίνδυνοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
Συγγενικά
- ακίνδυνος
- διακινδύνευση
- διακινδυνεύω
- επικίνδυνος
- επικινδυνότητα
- κινδυνεύω
- κινδυνολογία
- κινδυνολογώ
- παρακινδυνεύω
- ριψοκινδυνεύω
- ριψοκίνδυνος
Μεταφράσεις
κίνδυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
κίνδυνος
Ουσιαστικό
κίνδυνος αρσενικό
- κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση
Συγγενικά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)