στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μεταφροά στο στερητικό |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
#:* [[στερητική νόσος]] |
#:* [[στερητική νόσος]] |
||
#:* [[στερητικό σύνδρομο]] |
#:* [[στερητικό σύνδρομο]] |
||
# (''γλωσσολογία'') {{βλ|στερητικό}} |
|||
# (''γλωσσολογία'') '''στερητικό [[μόριο]]''': το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν [[άρνηση]], [[έλλειψη]] ή [[στέρηση]] αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 15:04, 11 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στερητικός < στέρηση
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη στερητικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στερητικός
|