πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: αφαίρεση περιττών κενών, προσθήκη κενών μετά και πριν τα «βελάκια»
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: ενημέρωση της εμφάνισης
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
* [[πακεταρισμένος]]
* [[πακεταρισμένος]]
{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{{(}}
{| border=0 width=100%
|-
|valign=top width=48%|
{|
* {{en}} : 1. [[box]] 2. [[pack]] 3. [[package]]
* {{en}} : 1. [[box]] 2. [[pack]] 3. [[package]]
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}} -->
Γραμμή 38: Γραμμή 35:
<!-- * {{ko}} : {{ξεν|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{ξεν|ko|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{ξεν|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{ξεν|hr|XXX}} -->
{{-}}
|}
| width=1% |
|valign=top width=48%|
{|
<!-- * {{la}} : {{ξεν|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{ξεν|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{ξεν|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{ξεν|lt|XXX}} -->
Γραμμή 55: Γραμμή 49:
<!-- * {{tr}} : {{ξεν|tr|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{ξεν|tr|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}} -->
{{)}}
|}
|}


[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]]
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]]

Αναθεώρηση της 05:42, 15 Νοεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

  1. Από το ιταλικό pacchetto.
  2. (Το ίδιο.)
  3. Από το αγγλικό package.

Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο

  1. Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
    Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
  2. Κουτί με τσιγάρα.
    Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
  3. (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
    Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
  4. (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
    Έφαγα χοντρό πακέτο.

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-