μαστίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Oof

=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}

Αναθεώρηση της 17:36, 11 Ιανουαρίου 2021

Oof

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαστίζω < αρχαία ελληνική μαστίζω

Ρήμα

μαστίζω

  1. ταλαιπωρώ δεινά σαν μάστιγα
    Αυτή η αρρώστια μαστίζει όλα τα δέντρα του κάμπου
    Η Αϊτή μαστιζόταν από αρρώστιες μετά το σεισμό των 7 ρίχτερ το 2010
    Η σημερινή νεολαία μαστίζεται από την λεξιπενία


Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαστίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαστίζω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά