τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
σύνθετα |
→{{ουσιαστικό|el}}: προγρ |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
# [[προνόμιο]] |
# [[προνόμιο]] |
||
#: ''ήταν '''τιμή''' μου να γευματίσω με τον τάδε'' |
#: ''ήταν '''τιμή''' μου να γευματίσω με τον τάδε'' |
||
# {{μαθ}} μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια [[μεταβλητή]] |
# {{ετ|μαθ}} μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια [[μεταβλητή]] |
||
# {{ετ|προγρ}} [[value]]: το περιεχόμενο [[μεταβλητή|μεταβλητής]] (variable) ή το αποτέλεσμα [[συνάρτηση|συνάρτησης]] (function) που μπορεί να είναι ένας [[αρχέγονος τύπος]] (primitive) ή ένας [[σύνθετος τύπος δεδομένων|σύνθετος]] (composite data type) |
|||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 72: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|προγραμματισμός}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|value}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
---- |
---- |
||
Αναθεώρηση της 15:55, 14 Ιανουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμή | οι | τιμές |
γενική | της | τιμής | των | τιμών |
αιτιατική | την | τιμή | τις | τιμές |
κλητική | τιμή | τιμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τιμή < αρχαία ελληνική τιμή
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
- ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
- η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
- η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
- προνόμιο
- ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
- (μαθηματικά) μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
- (προγραμματισμός) value: το περιεχόμενο μεταβλητής (variable) ή το αποτέλεσμα συνάρτησης (function) που μπορεί να είναι ένας αρχέγονος τύπος (primitive) ή ένας σύνθετος (composite data type)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χρηματική αξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τιμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
- το αξίωμα, η εξουσία
- (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
- η τιμητική προσφορά
- ο προσδιορισμός της περιουσίας
- η εκτίμηση της ζημιάς
- (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή
Συγγενικά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)