ευγενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 2A02:587:7875:4C00:4CBB:CEB7:474:ED0A (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από την Sarri.greek
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 70: Γραμμή 70:
* ο καταγόμενος από [[αριστοκρατικός|αριστοκρατική]] οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο [[ευγένεια|ευγενείας]]· ο [[αριστοκράτης]]
* ο καταγόμενος από [[αριστοκρατικός|αριστοκρατική]] οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο [[ευγένεια|ευγενείας]]· ο [[αριστοκράτης]]


===={{μεταφρβηεηωωάσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχήωβ}}ββ βρβ
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}}ωη : {{τ|en|nobβηωleman}}, {{τ|eξηψτψρe}}ηβββ
* {{en}} : {{τ|en|nobleman}}, {{τ|en|noble}}
* {{fr}} : {{τ|fr|noble}}, {{τ|fr|aristocrate}}
* {{fr}} : {{τ|fr|noble}}, {{τ|fr|aristocrate}}



Αναθεώρηση της 19:08, 21 Ιανουαρίου 2021

Δείτε επίσης: εὐγενής

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευγενής η ευγενής το ευγενές
      γενική του ευγενούς* της ευγενούς του ευγενούς
    αιτιατική τον ευγενή την ευγενή το ευγενές
     κλητική ευγενή(ς) ευγενής ευγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευγενείς οι ευγενείς τα ευγενή
      γενική των ευγενών των ευγενών των ευγενών
    αιτιατική τους ευγενείς τις ευγενείς τα ευγενή
     κλητική ευγενείς ευγενείς ευγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Δείτε και την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευγενής αρχαία ελληνική εὐγενής < εὖ +γένος

Επίθετο

ευγενής -ής -ές, συγκριτικός ευγενέστερος, υπερθετικός ευγενέστατος

  1. αριστοκρατικός
    ευγενής καταγωγή
  2. ο ευγενικός στην συμπεριφορά
  3. ο βασισμένος σε υψηλά ιδανικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ευγενής οι ευγενείς
      γενική του
του/της
ευγενή
ευγενούς
των ευγενών
    αιτιατική τον/την ευγενή τους/τις ευγενείς
     κλητική ευγενή ευγενείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού,
σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής».
Δείτε και την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ευγενής αρσενικό

Μεταφράσεις